Την ‘Άνοιξη του 1956 ο Dizzy Gillespie και η ορχήστρα του ταξιδεύουν στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ασία στην πρώτη οργανωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π.Α. jazz περιοδεία με σκοπό τη διάδοση της αμερικανικής κουλτούρας και κατ’ επέκταση τη βελτίωση της αρνητικής εικόνας των Η.Π.Α. σε αυτές τις περιοχές. Γι αυτό το σκοπό, η 20μελής μικτή ορχήστρα (big band) από αφροαμερικανούς και λευκούς μουσικούς επισκέπτεται την Τουρκία, το Πακιστάν, τον Λίβανο, την Ελλάδα.
Ο Dizzy και η παρέα του είχαν προγραμματίσει να μείνουν στην Αθήνα τουλάχιστον όλο το δεύτερο δεκαήμερο του Μάη για 14 συνολικά εμφανίσεις (9 βραδυνές, 4 απογευματινές και μία για σπουδαστές με ελεύθερη είσοδο) στο Ρεξ, Όμως, επειδή στην Ελλάδα της εποχής το κλίμα ήταν ιδιαίτερα φορτισμένο και οι Αμερικανοί ανεπιθύμητοι λόγω της στάσης τους στο Κυπριακό, ο κύκλος των συναυλιών δεν ολοκληρώθηκε.
Στη συνέντευξη που έδωσε η Καίτη Κασιμάτη – Μυριβήλη στο Θάνο Φωσκαρίνη και δημοσιεύτηκε στο ένθετο »Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας στις 23 Οκτωβρίου 2010 λέει: «Ένα από τα συγκροτήματα που ήρθαν στην Αθήνα από τη Νέα Υόρκη ήταν μια ορχήστρα τζαζ, η οποία αποτελούνταν από μαύρους μουσικούς υπό τη διεύθυνση του τρομπετίστα και μαέστρου της ορχήστρας Ντίζυ Γκιλέσπι. Ενορχηστρωτής της ορχήστρας και πιανίστας ήταν ο νέος τότε και αργότερα διάσημος συνθέτης της τζαζ Κουίνσι Τζόουνς. Δόθηκαν τρεις συναυλίες στο θέατρο «Ρέξ», τις οποίες φυσικά παρακολούθησε ο Μάνος Χατζιδάκις και γνωρίστηκε με τους μουσικούς. Επειδή οι προσκλήσεις γι αυτές τις συναυλίες βασίζονταν σε πρωτόκολλο, ο Γκιλέσπι δεν έμεινε και πολύ ικανοποιημένος με το κοινό των συναυλιών και ζήτησε να προσφέρει μια συναυλία αποκλειστικά για φοιτητές με ελεύθερη είσοδο. Εκείνο το βράδυ έγινε παντζουρλισμός. Ο φοιτητόκοσμος κατέκλυσε το θέατρο, οι νέοι κρέμονταν από τα θεωρεία, χειροκροτούσαν και φώναζαν το όνομα του Γκιλέσπι. Όταν τέλειωσε η συναυλία όρμησαν στη σκηνή, σήκωσαν τον Γκιλέσπι στα χέρια και τον κατέβασαν μέχρι την Ομόνοια.»
Οι συναυλίες δεν πρέπει να ήταν περισσότερες από τέσσερεις, ενώ και οι μέρες που έμειναν οι μουσικοί στην Αθήνα ίσως και λιγότερες από μία εβδομάδα. Ο εγκυρότατος ιστότοπος jazzdisco ένας μοναδικός, λεπτομερής και πλήρης (στα όρια του δυνατού) jazz οδηγός τοποθετεί το συγκρότημα ήδη από τις 18 του μήνα πίσω στη Νέα Υόρκη, για ηχογραφήσεις δύο μεγάλων δίσκων με τίτλους προφανώς σχετικούς του όλου εγχειρήματος, «World Statesman» (Norgran MGN 1084) και «Dizzy In Greece» (Verve MGV 8017), οι οποίοι κυκλοφόρησαν λίγους μήνες αργότερα.
Όσες κι αν ήταν οι μέρες που έμειναν στην Αθήνα ο Dizzy, o Quincy και η κομπανία, βρήκαν χρόνο για να επισκεφθούν την Ακρόπολη και να γεμίσουν αρκετά φωτογραφικά films – εδώ ποζάρουν ο Quincy Jones με τον τρομπονίστα Rod Levitt στα δεξιά και το σαξοφωνίστα Ernie Wilkins στα αριστερά του – μπροστά στον Παρθενώνα. Μία από αυτές τις φωτογραφίες, με τον Gillespie ντυμένο τσολιά, επιλέχθηκε για το εξώφυλλο του «Dizzy In Greece», το οποίο δεν είναι ηχογραφημένο στην Ελλάδα, αλλά στη Νέα Υόρκη σε τρία sessions με μία πλειάδα πρωτοκλασσάτων μουσικών, όπως οι Quincy Jones, Ernie Henry, Ernie Wilkins, Benny Golson, Wynton Kelly, Walter Davis Jr., Phil Woods, Lee Morgan κ.α. Οι περισσότεροι εξ αυτών συμμετείχαν στο συγκρότημα της περιοδείας. Αν θέλει κάποιος μία πλήρη εικόνα του τίτλου θα πρέπει να αναζητήσει και τη βρετανική κυκλοφορία του δίσκου, όπου υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο track list, ακόμα και στα ονόματα των μουσικών που κάνουν το album ίσως και πιο ελκυστικό. Η γιαπωνέζικη κόπια (που έχουμε τώρα εδώ) ακολουθεί την αμερικανική έκδοση.
Περισσότερο από μισό αιώνα αργότερα το «Dizzy In Greece» με το εμβληματικό εξώφυλλο (και το όνομα του καλλιτέχνη γραμμένο στο ελληνικά στο οπισθόφυλλο), ακούγεται σήμερα φρέσκο όσο και αστραφτερά παλιό, παραμένοντας ένα από τα σημαντικά δισκογραφήματα του Gillespie με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Έλληνες. Που να μπορούσαμε να ακούσουμε και ένα έστω κομμάτι από εκείνη τη βραδιά που περιγράφει στην ίδια συνέντευξη η Καίτη Κασιμάτη – Μυριβήλη…
«Την άλλη μέρα το απόγευμα είχαμε συνάντηση με τον Αχιλλέα Μαμάκη στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου, για συνεντεύξεις με τους Γκιλέσπι και Τζόουνς για την εκπομπή του «Το θέατρο στο μικρόφωνο». Μαζί είχε έρθει και ο Μάνος και όταν τελείωσαν οι συνεντεύξεις, ήταν πια αργά το βράδυ, ο Μάνος πρότεινε να τους πάμε κάπου να φάμε, και αποφάσισε να πάμε στου Τσιτσάνη, κάτω στις Τζιτζιφιές. Εξηγήσαμε στους φίλους ποιός ήταν ο Τσιτσάνης και ξεκινήσαμε. Ο Τσιτσάνης μας δέχτηκε με χαρά και αρχοντιά, εφόσον ο Μάνος του σύστησε τους αμερικανούς μουσικούς και αναφέρθηκε στη μουσική τους. Οι ξένοι τόσο πολύ ενθουσιάστηκαν με τη μουσική και τα τραγούδια που άκουγαν από τον Τσιτσάνη και τον Παπαιωάννου, ώστε κάποια στιγμή ο Τσιτσάνης ζήτησε από τον Γκιλέσπι και τον Τζόουνς να παίξουν κάτι όλοι μαζί. Ανέβηκαν στο πάλκο και οι δύο. Ο μεν Κουίνσι Τζόουνς κάθησε στο πιάνο, ο Γκιλέσπι έπαιζε την τρομπέτα του και ο Τσιτσάνης μπουζούκι, δημιουργώντας ένα απίστευτο jam session ανεπανάληπτο. Ακόμα λυπάμαι που δεν είχαμε μαζί μας ένα φορητό μαγνητόφωνο να ηχογραφήσουμε αυτή την τόσο ασυνήθιστη μουσική που έβγαινε από τους αυτοσχεδιασμούς. Καθήσαμε ως τα ξημερώματα.»
Πηγή: rockandrollcircus